ρεντίκολο

ρεντίκολο
το, Ν
1. γελοίος
2. φρ. «έγινε ρεντίκολο» — γελοιοποιήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ridicolo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρεντίκολο — το (λ. ιταλ.), αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ο ρεζίλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”